προβλεπτικός

προβλεπτικός
-ή, -ό/ προβλεπτικός, -ή, -όν, ΝΜ [προβλέπω]
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει ό,τι πρόκειται να συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετωπισή του, προνοητικός.
επίρρ...
προβλεπτικῶς Μ
με προβλεπτικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προβλεπτικός, -ή — και ιά, ό αυτός που μπορεί να προβλέπει προνοητικός: Είναι προβλεπτικός άνθρωπος και δεν πέφτει έξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβλεπτικός — able to foresee masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλεπτικόν — προβλεπτικός able to foresee masc acc sg προβλεπτικός able to foresee neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλεπτικαῖς — προβλεπτικός able to foresee fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλεπτικοῖς — προβλεπτικός able to foresee masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλεπτικοί — προβλεπτικός able to foresee masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλεπτικοῦ — προβλεπτικός able to foresee masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλεπτική — προβλεπτικός able to foresee fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλεπτικῷ — προβλεπτικός able to foresee masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”